- Πασιτέλη
- Πασιτέληςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Πασιτέληςmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Κολώτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κ. ή Κωλώτης (5oς αι. π.Χ.). Γλύπτης. Καταγόταν από την Ηράκλεια του Πόντου ή –σύμφωνα με άλλες παραδόσεις– από τη Νάξο, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Ήταν μαθητής του Φειδία, ο οποίος,… … Dictionary of Greek
Κοσσούτιος — Επώνυμο ιστορικών προσώπων των ρωμαϊκών χρόνων. 1. Δεκίμιος (2ος αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας. Με έξοδα του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου του Επιφανή, ανανέωσε τον ναό του Ολυμπίου Διός, μετατρέποντας τον δωρικό ρυθμό του σε κορινθιακό. 2. Μάρκος (2oς… … Dictionary of Greek